- αντίψηφος
- ἀντίψηφος, -ον (Α)αυτός που ψηφίζει εναντίον κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντίψηφος — voting against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίψηφον — ἀντίψηφος voting against masc/fem acc sg ἀντίψηφος voting against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek